- ρυπαρογραφώ
- -έω, Ν [ρυπαρογράφος]γράφω και δημοσιεύω ρυπαρογραφήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυπαρογράφημα — το, Ν [ρυπαρογραφώ] δημοσίευμα με αισχρές εκφράσεις, ύβρεις ή ανυπόστατες κατηγορίες … Dictionary of Greek